- ἐπάρεις
- ἐπά̱ρεις , ἐπαίρωlift up and set onaor subj act 2nd sg (epic doric aeolic)πάρειμι 2ibopres ind act 2nd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπαρεῖς — ἐπαίρω lift up and set on fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) πάρειμι 1 sum pres ind act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek